μετανόουν — μετανοέω perceive afterwards imperf ind act 3rd pl (attic epic doric) μετανοέω perceive afterwards imperf ind act 1st sg (attic epic doric) μετανοέω perceive afterwards imperf ind act 3rd pl (attic epic doric) μετανοέω perceive afterwards imperf… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετάνοια — Πράξη με τη βοήθεια της οποίας αποκαθίστανται στις διάφορες θρησκείες οι σχέσεις μεταξύ θεότητας και ανθρώπου, οι οποίες διαταράχτηκαν στα πλαίσια κάποιας αμαρτίας. Τόσο στην Ορθόδοξη όσο και στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, η μ. αποτελεί ένα από τα… … Dictionary of Greek
Βαρούνα — Βεδική θεότητα που συνήθως λατρεύεται μαζί με τον Μίτρα (τον ιρανικό Μίθρα· συμβολίζει τον ουράνιο θόλο και τα κοσμικά ύδατα, απ’ όπου προέρχεται η ζωή. Φύλακας της κοσμικής τάξης (ρτα) και της δύναμης (ξάτρα), ο Β. συλλαμβάνει με τον αλάθευτο… … Dictionary of Greek
Γκράαλ — (Graal).Αντικείμενο της χριστιανικής μυθολογίας, πιθανώς κελτικής προέλευσης. Γ. ονομάζεται το ποτήρι που χρησιμοποίησε στον Μυστικό Δείπνο ο Ιησούς, σύμφωνα με μεσαιωνική θρησκευτική παράδοση. Στο ποτήρι αυτό, σύμφωνα πάντοτε με την ίδια… … Dictionary of Greek
προπατορικό αμάρτημα — Έτσι χαρακτηρίζεται από την εβραϊκή και από τη χριστιανική θρησκεία η παράβαση του θελήματος του Θεού από τους πρωτοπλάστους. Η παράβαση εκείνη είχε ως αποτέλεσμα να απομακρυνθούν, κατά την Παλαιά Διαθήκη, οι πρωτόπλαστοι από τον παράδεισο και να … Dictionary of Greek